Στο αίθριο του Πανδοχείου, 46. Μάκης Πανώριος

Α. Στο Φωτεινό Αίθριο

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Η Μέρι Σέλεϊ, ο Μπραμ Στόουκερ, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Τζόναθαν Σουίφτ,  ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Ιούλιος Βέρν, ο Χ.Τζ.Ουέλς, αλλά κυρίως, υπεράνω όλων, ο Φραντς Κάφκα. Ο Άρθουρ Κλαρκ, ο Ισαάκ Ασίμοφ, ο Ρέι Μπράντμπερι ιδιαιτέρως, ο Τζ.Τζ, Μπάλαρντ, ο Φίλιπ Ντίκ∙ και ο Χ.Λ.Μπόρχες, ο Χαρούκι Μουρακάμι, κι ένα αμέτρητο πλήθος άλλοι.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

«Φρανκενστάιν», της Μ.Σέλεϊ, «Μόμπι Ντικ», του Χέρμαν Μέλβιλ, «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ», «Ιστορίες Φαντασίας», του Ε.Α.Πόε, «Η Δίκη», ως το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα, αλλά και αυτών που θα ακολουθήσουν, «Ο Πύργος» και «Η Αμερική», του Φ.Κάφκα, «Τα Χρονικά του Άρη», του Ρ.Μπράντμπερι, «Σολάρις», «1984», του Τζόρτζ Όργουελ

Αγαπημένα σας διηγήματα.

«Η Μεταμόρφωση», του Φ.Κάφκα, «Ο Οίκος των Ώσερ», του Ε.Α.Πόε, «Τα Βουνά της Τρέλας», του Χ.Φ.Λάβκραφτ, τα κομψά διηγήματα του Λόρδου Ντάνσανι. «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», του Διονύσιου Σολωμού.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Κυρίως ο συνοδοιπόρος στην δύσβατη ατραπό της Φανταστικής Λογοτεχνίας, Τάσος Ρούσσος∙ για την πνευματικότητα, το φιλοσοφικό βάθος και την λογοτεχνική ποιότητα της εργασίας του. Απ’ τους νεώτερους, ενδιαφέρον παρουσιάζει η γραφή του Κυριάκου Αθανασιάδη και του Δημήτρη Σωτάκη.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Συνυπάρχω με όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται στα γραπτά μου. Δεν γνωρίζω αν με ακολουθούν ή αν εγώ τα ακολουθώ. Οπωσδήποτε, όμως, ‘συνομιλώ’ μαζί τους. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Οιδίπους, γιατί βίωσε την τραγωδία της ύπαρξης. Ο Αχαμπ, γιατί τόλμησε να αναμετρηθεί με το ‘υπερφυσικό’. Ο Γιόζεφ Κ., γιατί υπέστη την ακατανόητη επίθεση του Άγνωστου.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Όχι = μόνο στο πατρικό σπίτι της Κεφαλονιάς. Που είναι οικείος μου χώρος.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Να γράφω σε χειρόγραφο την πρώτη μορφή του κειμένου που θα επακολουθήσει. Οι ιδέες γεννιούνται ξαφνικά, ανεξαρτήτως στιγμής και προετοιμασίας. Καμιά φορά το αρχικό ερέθισμα οφείλεται σε ένα όνειρο, ή εφιάλτη, ή σε μια εικόνα ή ακόμη σε μια υποτυπώδη ιστορία. Όλο αυτό ερήμην μου. Ένα παράδειγμα: Εργαζόμουν πάνω σε ένα πρωτόγραφο. Βρισκόμουν στη μέση του. Και ξαφνικά εμφανίζεται μια νέα ιστορία. Σταμάτησα το προηγούμενο. Έγραψα το καινούργιο, και μετά επανήλθα∙ διότι το αρχικό…είχε την υπομονή να με αναμένει.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Όχι, δεν ακολουθώ καμιά ειδική τελετουργία. Κατά κάποιον τρόπο απάντησα ήδη στην ερώτηση προηγουμένως. Το μόνο που μένει να προσθέσω είναι ότι ουδέποτε είχα την πολυτέλεια του χρόνου. Έγραφα – και γράφω – όταν μου το επιτρέπει. Το ουσιώδες είναι ότι βρίσκομαι συνεχώς σε επαφή με το κείμενο, ανεξαρτήτως χρόνου. Εμπεριέχω κάποια σχήματα ιστοριών, που εδώ και χρόνια αναμένουν την γραφή τους. Πιθανώς να μην έχει έρθει η ώρα τους. Ή, για κάποιον άγνωστο λόγο, να μην έρθει ποτέ. Και ποτέ, όταν γράφω ή διαβάζω δεν ακούω μουσική. Ούτε καπνίζω, ούτε πίνω. Αγαπώ την κλασική μουσική. Ας πούμε, «Σεχραζάτ», του Ρίμσκι Κόρσακοφ, «Ο Μάγος Έρωτας», του Ντε Φάλια, «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό», του Μουσόρσκι, «Κάρμινα Μπουράνα», του Καρλ Όρφ. Αλλά και «Ηρωική», του Μπετόβεν, και «Αντάτζιο», του Αλμπινόνι.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων; 

«Η Κατάκτηση», το πρώτο μου μυθιστόρημα – υπό τον αστερισμό του Κάφκα = κυκλοφόρησε το 1970, και είναι η όγδοη εκδοχή της αρχικής γραφής που είχε ήδη προηγηθεί χρόνια πριν. Κάποια στιγμή, τότε, με τρεις φίλους συγγραφείς, την Κωστούλα Μητροπούλου, τον Φώντα Κονδύλη και τον Γιώργο Χειμωνά, που έχουν πλέον ‘αναχωρήσει’ απ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο, σκεφτήκαμε να γράψουμε κάτι «υπαρξιακό». Τελικά ήμουν ο μόνος που ανταποκρίθηκε. «Η Κατάκτηση» αφιερώνεται στη μνήμη τους. «Ο Επίλογος σε μια Τραγωδία», 1974, προβληματίζεται πάνω στη σημασία της υπαρξιακής πράξης, τουλάχιστον όπως την έθεσε ο Σάρτρ, μέσα από το μύθο των Ατρειδών. «Η Καταδίκη», 1975 και «Η Διαδρομή» 1978, απηχούν την επανάσταση στη φόρμα και στην αφήγηση, όπως τις πρότεινε το γαλλικό αντιμυθιστόρημα. «Το Φεγγάρι είναι πράσινο», 1978, «Το Πλοίο είναι αθάνατο», 1981, και «Η Αυτοκρατορία της Μηχανής», 1992, είναι θεατρικά έργα γραμμένα με τις δυνατότητες της επιστημονικής φαντασίας∙ επιχειρούν να σχολιάσουν την δυστοπική πραγματικότητα υπό το πρόσχημα μελλοντολογικών ‘μύθων’. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και τα διηγήματα, «Τα ρομπότ μια μέρα», 1979, και «Αύριο», 1996 (μετάπλασή τους). Τα, «Ακόμα και τα πουλιά», 1994, και, «Ο Ξένος Φαέθων», 2011, διαπραγματεύονται το πρόβλημα ‘Ξένος’, τουλάχιστον όπως το αντιμετώπισε ο Καμί. «Το Καράβι στο Βουνό», 2000, ρίχνει ένα βλέμμα σε έναν κλασικό βιβλικό ‘μύθο’. «Το Μαυσωλείο», 2006, είναι βέβαια, η ‘Τελευταία Κατοικία’. Αγαπώ το καθένα χωριστά, κι όλα μαζί το ίδιο.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Πολύ ευχαρίστως. Αυτό το τελευταίο μου μυθιστόρημα, ανήκει σε μια άτυπη τριλογία πού άρχισε με την «Κατάκτηση», συνεχίστηκε με «Το Μαυσωλείο», και κατέληξε στο, «Η Σιωπή στο Τέλος του Δρόμου»2010. Και τα τρία επιχειρούν να σχεδιάσουν την υπαρξιακή πορεία του ανθρώπου στο γήινο τοπίο. Η ‘οδοιπορία’ αυτή νοείται ως μυητική αυτογνωσία του. Κέντρα της: Η Έλευση, Ο Δρόμος, Το Τέλος (;)

Πώς βιοπορίζεστε;

Με την σύνταξη που έχω λάβει ως ηθοποιός.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Μεγάλωσα με την «Διάπλαση των Παίδων», «Το Ελληνόπουλο», τον «Θησαυρό των Παιδιών», την «Νέα Εστία», «Τα Ελληνικά Γράμματα». Αλλά και με την «Μάσκα», το «Παμέμ». Όσο κι αν ακουστεί παράδοξο, με μύησαν στη Λογοτεχνία. Τώρα πια, δυστυχώς, μου είναι αδύνατο να ασχοληθώ με κανένα από τα σύγχρονα. Απλώς ενημερώνομαι.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Η μονογραφία δεν είναι το είδος που με ενδιαφέρει. Ωστόσο, πιθανώς, αν χρειαζόταν, θα επιχειρούσα να ‘κοιτάξω’ τον Ρεμπό. Θα προτιμούσα, όμως, να δημιουργήσω ένα φανταστικό πρόσωπο, ώστε να μη με δεσμεύει το πραγματολογικό υλικό του όποιου πραγματικού.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης ή ταινία;

Συστηματικά όχι. Έχω παραμείνει στον Άιζενστάιν, στον Μπέργκμαν, στον Κουροσάβα, στον Ουέλες, στον Τσάπλιν, στον Κιούμπρικ. Σήμερα βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την εργασία του Γούντι Άλεν. Από φιλμ παραμένω στη «Δίκη», του Όρσον Ουέλες, στην «Οδύσσεια του Διαστήματος», του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, στο «Άλιεν», του Ρίντλεϊ Σκοτ.

Πώς και δεν γράψατε ποίηση;

Έχω γράψει ποίηση = και συνεχίζω, κατά διαστήματα, να γράφω. Δεν σκέφτηκα, όμως, ποτέ να την εκδώσω. Δεν πιστεύω πως είμαι ποιητής. Γι’ αυτό και δεν τολμώ να σας δώσω δείγμα της.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Την βιογραφία του Ε.Α.Πόε απ’ τον Πίτερ Ακρόιντ, τον «Κάιν», του Ζόζε Σαραμάγκου, «Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου», του Χαρούκι Μουρακάμι.

Τι γράφετε τώρα; 

Έχω σχεδόν έτοιμο ένα νέο μυθιστόρημα∙ τίτλος του: «Όταν έρθει η Νύχτα». Σε πρωτόγραφο ένα δεύτερο που ακόμη αναμένει την ονομασία του, και μία συλλογή διηγημάτων. Μία ακόμη, όπως ήδη σας είπα, …στο μυαλό μου.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε;

Χάρηκα πάρα πολύ την συζήτησή μας. Μια τελευταία, ίσως, ερώτηση θα ήταν αν είχα κάποιες ‘συναντήσεις’ στη ζωή μου. Θεωρώ, λοιπόν, τυχερό τον εαυτό μου που γνώρισα τον Άρθουρ Κλαρκ, και τον Μπράιαν Άλντις.

β. στο σκοτεινό αίθριο

Έχετε, εκτός των άλλων, αποκτήσει μια εξειδίκευση στη Λογοτεχνία του Φανταστικού, του Τρόμου, στην Επιστημονική Φαντασία και όλα τα παρακλάδια τους. Τι σας έθελξε σε όλα αυτά; Αποτελούν τις μόνες σας λογοτεχνικές προτιμήσεις;

Πέρα από την γοητεία του μύθου, η υπαρξιακή σημασία της. Εννοώ η τολμηρή, έως και ‘αναρχική’, αλλά οπωσδήποτε υγιής διαπραγμάτευση του «Αν», που βρίσκεται στα θεμέλιά της. Πώς θα ήταν, αλήθεια, ο κόσμος, το σύμπαν, η δημιουργία γενικότερα, ‘ΑΝ’ λειτουργούσε με τις συντεταγμένες = και τα σύμβολα, βασικά = της Φαντασίας; Όχι, όμως, δεν είμαι εγκλωβισμένος μέσα στο είδος μόνο. Αγαπώ την Λογοτεχνία σε όλες τις σημαντικές ‘στιγμές’ της. Από τον Όμηρο, τους Τραγικούς, τον Πλάτωνα, τον Λουκιανό, έως τον Σέξπιρ, τον Γκέτε, τον Ντοστογιέφκι (τι θαυμαστό έργο το «Έγκλημα και Τιμωρία» του), τον Φλομπέρ, τον Μπαλζάκ, τον σπουδαίο Φόκνερ. Στη δική μας Νεοελληνική Λογοτεχνία στέκομαι μπροστά στον Παπαδιαμάντη, στον Βουτυρά, στον Βιζυηνό, αλλά και στον Αλέξανδρο Σχινά (το «Ενώπιον Πολυβολητού», είναι το σπουδαιότερο κείμενο-σταθμός της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας), στον Ρένο Αποστολίδη (Η «Ανθύλη», και «Ο Γρασαδόρος και τα χειρόγραφα του Max Tod», επίσης), «Το Φύλλο», «Το Πηγάδι», «Το Αγγέλιασμα», του Βασίλη Βασιλικού.

Χάρη στην παραπάνω εξειδίκευση υπήρξατε ο μόνος κριτικός που ασχολήθηκε με τα συγκεκριμένα είδη, σε αντίθεση με την υπόλοιπη εγχώρια κριτική που τα προσπέρασε (λόγω αδιαφορίας, άγνοιας κ.λπ.). Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο; Μπορεί ο αναγνώστης να ελπίζει σε κάποια συγκεντρωτική έκδοση;

Το είδος δεν χαίρει εκτιμήσεως στην Ελλάδα. Η Φανταστική Λογοτεχνία θεωρήθηκε πάντα = και συνεχίζει να θεωρείται παραλογοτεχνία. Οι πολέμιοί της αγνοούν το γεγονός ότι όλη η Λογοτεχνία είναι προϊόν Φαντασίας, κι ότι δεν υπάρχει παραλογοτεχνία, παρά μόνο καλή και κακή. Εκτός από ξενόγλωσσα κείμενα του είδους, μυθιστόρημα και θεωρητικό, στα οποία οδηγήθηκα ως μοναχικός ταξιδιώτης, δεν είχα καμιά άλλη βοήθεια. Στα ελληνικά δεν υπάρχουν θεωρητικά κείμενά του, ούτε ιδιαίτερος κλάδος του. Στις ιστορίες της Λογοτεχνίας μας, Αρχαία, Μεσαιωνική, Νεώτερη, απουσιάζει. Μόνο στο «Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», των Εκδόσεων Πατάκη, υπάρχει ένα υποτυπώδες λήμμα του. Φυσικά και χρειάστηκα χρόνο προκειμένου να περιπλανηθώ στα τοπία του = εις βάρος της προσωπικής μου εργασίας, αλλά δεν παραπονιέμαι γι’ αυτό, ούτε, βέβαια, το γεγονός ότι δεν το ‘εξαργύρωσα’. Ουδέποτε με απασχόλησε το θέμα. Μια συγκεντρωτική του έκδοση, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, και, κυρίως, έτσι όπως αντιμετωπίζεται το είδος από τους εκδότες, την θεωρώ μάλλον ανέφικτη.

Αγαπημένα πρόσφατα βιβλία, έντυπα ή συγγραφείς των συγκεκριμένων ειδών;

«Η Λάμψη» και «Η Κριστίν», του Στίβεν Κίνγκ, είναι πολύ ενδιαφέροντα. Κι ο ίδιος ευρηματικός, τουλάχιστον όταν δεν καταστρέφει το εύρημα με ακατάσχετη φλυαρία. Δυστυχώς η παραγωγή των τελευταίων ετών είναι μάλλον απογοητευτική, ανεξαρτήτως επιτυχίας. Οι νέοι συγγραφείς μοιάζει να ‘καταστρέφουν’ τα σύμβολα του είδους, προς χάριν εμπορικότητας ή, πιθανώς, από έλλειψη ταλέντου. Δείτε τι έχει υποστεί, π.χ. το δύστυχο βαμπίρ στα χέρια της ανεκδιήγητης Στέφανι Μέγιερς.

Ως μεταφραστής εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές; 

Εργαστήκαμε στη μετάφραση μαζί με τον Πάνο Σκάγιαννη, καταθέτοντας απόψεις για την καλύτερη μεταφορά του κειμένου στα ελληνικά. Φυσικά και αφιέρωσα χρόνο σ’ αυτή τη διαδικασία, το κέρδος ανυπολόγιστο: Ξανά η ‘τριβή’ με τη γλώσσα, σε μια προσπάθεια να μη μοιάζει ‘μετάφραση’. Νομίζω πως η σχέση μεταφραστή μεταφραζόμενου συγγραφέα βασίζεται στην αγάπη του πρώτου  προς τον δεύτερο. Προβλήματα αντιμετωπίσαμε στον Λάβκραφτ, επειδή χρησιμοποιεί μια πεποιημένη γλώσσα, μια μείξη βικτωριανής και σύγχρονης αμερικανικής διαλέκτου, με  σχοινοτενείς προτάσεις. Η εμπειρία, όμως, ήταν σπουδαία.

Σε σχέση με τις επιμέλειες σειρών που έχετε αναλάβει (π.χ. εκδόσεις Αίολος). Ποιες επιθυμίες επικράτησαν εδώ; Ποιους συγγραφείς ή έργα θα θέλατε την τρέχουσα στιγμή να εκδώσετε;

Στην περίοδο που είχα την διεύθυνση της σειράς της Φανταστικής Λογοτεχνίας στον «Αίολο», ευθύνομαι και για την επιλογή των συγκεκριμένων έργων της, επειδή πίστευα σε αυτά. Θα ήθελα να εκδοθούν μια σύγχρονη Ιστορία της Φανταστικής Λογοτεχνίας, και μία ανάλογη της Επιστημονικής Φαντασίας. Θα ήθελα να εκδοθεί η σπουδαία τριλογία του Μέρβιν Πικ, «Γκόρμενγκρας», «Οι Πύλες του Άνουβι», του Τιμ Πάουερς, «Η Χώρα της Νύχτας», του Ουίλιαμ Χόουπ Χότνσον, «Η Γυναίκα Αλεπού» και «Το Πρόσωπο στην Άβυσσο», του Άμπρααμ Μέριτ…Όνειρα χειμερινής νυκτός, κύριε Σκουζάκη.

Εκδώσατε την πεντάτομη ανθολογία Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα, όπου γνωρίσαμε άγνωστους έλληνες λογοτέχνες αλλά και άγνωστα ή λιγότερο γνωστά κείμενα του είδους από γνωστούς έλληνες λογοτέχνες. Μιλήστε μας για το εγχείρημα. Πώς το αποφασίσατε, τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε, πού βρήκατε όλες αυτές τις εκδόσεις, τι κερδίσατε, αν θα υπάρξει συνέχεια.

Η ιδέα της πεντάτομης ανθολογίας του ελληνικού φανταστικού διηγήματος γεννήθηκε από την επιθυμία μου να εντοπίσω δείγματά της στο σώμα της Ελληνικής  Λογοτεχνίας από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι των ημερών μας. Δύσκολο και επίπονο εγχείρημα,εφ’ όσον δεν υπήρχαν πηγές του. Έτσι περιπλανήθηκα ξανά στα τοπία της Λογοτεχνίας μας, ξεφύλλισα παλιά περιοδικά, κατέφυγα σε διάφορες βιβλιοθήκες…Το υλικό που βρήκα ήταν η καλύτερη αμοιβή μου. Κέρδος μου, ο καλός λόγος φίλων και όχι μόνο. Έχω έτοιμο τον 6ο τόμο, που πιστεύω ότι θα κυκλοφορήσει εντός του 2011, από τις Εκδόσεις ΟΞΥ, θεού θέλοντος, βέβαια.

Υπήρξατε ηθοποιός (και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μια ιδιαίτερη ενσάρκωση του κακού). Τι σας μένει ως εμπειρία από αυτή την θητεία; Κάποια ιδιαίτερη ηδονή ή απογοήτευση;

Η γοητεία της ‘Μεταμφίεσης’ μέσω του Λόγου. Η προσπάθεια, εννοώ, να ενδύομαι κάθε φορά έναν ‘Άλλο’. Κι ακόμη η γνωριμία μου με τον Αλέξη Μινωτή, την Κατίνα Παξινού, την Αλέκα Κατσέλη, τον Πέλο Κατσέλη, τον Ζιλ Ντασέν, τον πλέον «Έλληνα» σκηνοθέτη απ’ όσους γνώρισα. Θυμάμαι με συγκίνηση τον πρώτο μου ρόλο: Ορέστης, στις «Μύγες», του Ζ.Π. Σάρτρ, τον Χάρο, στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού», του Μίκη Θεοδωράκη, τον Χορό, στην «Αντιγόνη», του Ζ. Ανούιγ. Λυπάμαι μόνο που δεν έτυχε να αναμετρηθώ με τον Ιάγο, ή τον Όμπερον, ή τον Πουκ…Αλλά τώρα πιά…Καληνύχτα. Και σας ευχαριστώ από καρδιάς για την συνομιλία.

Στο βασίλειο της τελευταίας φωτογραφίας συγκυβερνήτες οι Άρθουρ Κλαρκ και Μάκης Πανώριος.  

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 46. Μάκης Πανώριος

Σχολιάστε